ΜΠάααμ!!!!
Ταραγμένη η Ασπασία έπεφτε κάτω χάνοντας
τις αισθήσεις της... Τί ήταν αυτό που την
χτύπησε?
Γιατί?
Είναι νεκρή? Υπάρχει? Όλες αυτές οι
σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό της
καθώς ένιωθε ένα δάκτυλο
να βυθίζεται στη σάρκα της. Ήταν η
τελευταία της επιθυμία να πάει στο
Παρίσι να δεί τη θεία της που
την οδήγησε σε αυτό το σκοτεινό σοκάκι
και τώρα έχανε τη ζωή της μέσα στα χέρια
ενός ανελέητου κτήνους που έσφιγγε όλο και πιό πολύ το ασπρουλό
δέρμα της. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί
της μόλις κατάλαβε ότι το τέρας
δεν είχε σκοπό να τη σκοτώσει. Την είχε
ακινητοποιήσει στο χώμα και το στήθος
του έγδερνε τα φουσκωτά βυζιά
της. Ήθελε να της πεί μια λέξη μα το στόμα
του έβγαζε κραυγές που δεν έβγαζαν
νόημα. Τη χασκούκιζε δυνατά
όσπου
να μειωθούν και οι τελευταίες της
αντιστάσεις. Τώρα το σώμα της ήταν σε πλήρη χαλάρωση, μα εκείνη δεν το έβαζε κάτω.
Τύλιξε τα πόδια της γύρω απ'τη μέση του
και προσπαθούσε να τον σφίξει δυνατά
μέχρι που ένιωσε κάτι σκληρό στην
κοιλιά
της. "Πάει, αυτό ήταν!". Το τέρας της
είχε κατεβάσει το παντελόνι και είχε
διεισδύσει στο ιδρωμένο κορμί της...
ήταν θέμα
χρόνου να εκσπερματώσει τα βρώμικα
χύσια του μέσα στο υγιές κορμί της.
-Τί
πρόσμειξη κι αυτή θεέ μου! , είπε ο Bob
κρυφοκοιτάζοντας απτή γωνία.
Την
είχε στήσει για τα καλά και τώρα την
έβλεπε να υποφέρει, "διπλό το καλό"
, σκέφτηκε. "Θα κρατήσω και τα χρήματα για
τα εισητήρια...", πέταξε ένα τάληρο
κάτω και συνέχισε το ταξίδι του...
Υ.Γ.:
...'ωσπου!!!! κάτι φωνές απέσπασαν την
προσοχή του!
-Κι
άλλο, κι άλλο!!!
Η
Ασπασία έφτανε σε οργασμό.
-"Μη
σταματάς ανελέητο κτήνος", ούρλιαζε.
* * *
Παρ'
ὅλο
ποὺ
ἡ
γενικότερη
φυσιογνωμία
της ἐξέπνεε
μία
βαθειὰ
σεμνότητα
καὶ
φυσικὴ
συστολή,
κάθισε
στὸν
καναπὲ
καὶ
ἄφισε
λίγο
τὰ
πόδια
της νὰ
ἀνοίξουν,
καθὼς
ἡ
φούστα
τραβιόταν
πρὸς
τὰ
πάνῳ,
κυττάζοντάς
με μὲ
βλέμμα
λάγνο
καὶ
συνάμα
ντροπαλὸ
καὶ
ἔνοχο.
Ἡ
θρῃσκεία
της καὶ
ἡ
φυλή
της δέν
τῆς
ἐπέτρεπαν
νὰ
τὸ
κάνῃ
αὐτό,
καὶ
μάλιστα
μὲ
ἀλλόφυλο.
Τὰ
ὁλόμαυρά
της μάτια
καὶ
τὸ
μελαμψό
της πρόσωπο
εἶχαν
ὅμως
συντονισθῇ
μὲ
τὸ
δικό
μου. Ἡ
ἑβραία
Ταρχὴλ
εἶχε
καὶ
ἕναν
παπποὺ
ἀπὸ
τὴν
Τουρκία.
Ἂν
ἐξαιροῦσε
κανεὶς
τὴ
μεγάλη
καὶ
γαμψὴ
μύτη
της, τὸ
πρόσωπό
της ᾖταν
ὄμορφο,
μὲ
λεπτὰ
καὶ
εὐγενικὰ
χαρακτηριστικά.
Ἐκεῖνο τὸ καλοκαιρινὸ βράδυ κύλισε γενικὰ σὲ ξέφρενους ῥυθμούς, καθὼς λίγες μόνον ὧρες ἀφ' ὅτου γνωριστήκαμε στὸ παραθαλάσσιο σπίτι τοῦ κοινοῦ μας γνωστοῦ, τὴν πῆρα μέσα σὲ ἕνα ὑπνοδωμάτιο καὶ κλείδωσα τὴν πόρτα.
Καθὼς κάθισε νωχελικὰ καὶ τεμπέλικα στὸν καναπέ, δὲ ῥοκάνισα καθόλου χρόνο. Τὰ πόδια της εἶχαν ἀνοίξει. Τῆς τράβηξα τὴν ἄσπρη κυλόττα τόσο βίαια, ποὺ ἔφυγε το ἕνα της τακούνι. Οὔρλιαξε "μή!!" ὅμως δέν το ἔννοοῦσε. Τῆς ἄρεσε αὐτὸ ποὺ γινόταν, κάτι ποὺ ζωγραφιζόταν στὸ ἐκφραστικότατο πρόσωπό της. Χωρὶς νὰ τῆς βγάλω τὸ λουλουδωτὸ φόρεμα καὶ χωρὶς νὰ γδυθῶ οὔτε ἐγώ, τὴν κάρφωσα καὶ ἄρχισα νὰ τῆς πριονίζω τὸν κόλπο μὲ σιδερένια θέλησι. Ἡ Ταρχὴλ ξεφυσοῦσε ἀπὸ ἡδονὴ καὶ μὲ κύτταζε μὲ αὐτὸ τὸ γνωστὸ ἀδύναμο, συνεσταλμένο καὶ μποὲμ σημιτικὸ βλέμμα. Τὸ σεμνὸ πρόσωπό της, μὲ τὰ νεγροειδῆ σγουρὰ της μαλλιὰ καὶ τὰ ἐλαφρῶς παχυά της χείλια, εἶχε ὑπνωτισθῇ ἀπ' τὀ δικό μου. Τὰ μάτια μας εἶχαν "κλειδώσει". Ξαφνικὰ τὴν ἔνοιωσα νὰ συσπᾷται καὶ νὰ σπαρταράῃ ἀπὸ ἡδονή. Τὰ βογγητά της κλιμακώνονταν. Μὲ μία ἀπότομη κίνησι, τράβηξα τὸ night slasher μου πίσῳ ἀπὸ τὴ ζώνη μου καὶ τῆς τὸ κάρφωσα μὲ λύσσα μέσα στὴν κοιλιά της, ἀφίνοντας τὸ μῖσος μου ἐναντίον τῆς σημιτικῆς φυλῆς νὰ ἐκτονωθῇ ἐλεύθερο. Οὔρλιαξα ἀπὸ μῖσος. Ἡ Ταρχὴλ γούρλωσε τὰ μάτια της καὶ ἔβηξε αἷμα ἐπάνῳ στὸ πρόσωπό μου. Δέν πρόλαβε οὔτε κἂν νὰ οὐρλιάξῃ. Συνέχισα νὰ κοπανιέμαι μέσα στὸ αἰδοῖο της καὶ ταὐτόχρονα νὰ στρίβω τὸ night slasher μέσα στὰ ἄντερά της, ὅλα αὐτὰ μὲ δαιμονισμένη ταχύτητα. Πάνῳ ποὺ ἦρθε σὲ ὀργασμό, ἄρχισε νὰ ξεψυχάῃ. Κυττάζοντας μὲ τὰ λυσσασμένα πράσινα ναζιστικά μου μάτια μέσα στὰ ἄθυμα σημιτικὰ δικά της, τῆς ψιθύρισα μὲ μῖσος, φτύνοντας σάλια στὸ πρόσωπό της: "Ἡ λεπρὴ ἑβραϊκή σας φάρα θὰ ἐξαλειφθῇ ἀπὸ τὸν κόσμο, γουρούνι. Θὰ σᾶς ἐξολοθρεύσουμε."
Πρὸς ἔκπληξί μου, ἡ Ταρχήλ ξεψυχοῦσε μὲ μία ἔκφρασι γαλήνης καὶ ἱκανοποιήσεως στὸ πρόσωπό της. Καθὼς ἐξέπνεε, πρόλαβε νὰ μοῦ ψιθυρίσῃ πολὺ ἀδύναμα τὰ ἑξῆς λόγια: "σέ... εὐ... εὐχαριστῶ ἀγόρι μου ποὺ μὲ ἔκανες νὰ τὸ ζήσω αὐτό, ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μου..."
Ἐκεῖνο τὸ καλοκαιρινὸ βράδυ κύλισε γενικὰ σὲ ξέφρενους ῥυθμούς, καθὼς λίγες μόνον ὧρες ἀφ' ὅτου γνωριστήκαμε στὸ παραθαλάσσιο σπίτι τοῦ κοινοῦ μας γνωστοῦ, τὴν πῆρα μέσα σὲ ἕνα ὑπνοδωμάτιο καὶ κλείδωσα τὴν πόρτα.
Καθὼς κάθισε νωχελικὰ καὶ τεμπέλικα στὸν καναπέ, δὲ ῥοκάνισα καθόλου χρόνο. Τὰ πόδια της εἶχαν ἀνοίξει. Τῆς τράβηξα τὴν ἄσπρη κυλόττα τόσο βίαια, ποὺ ἔφυγε το ἕνα της τακούνι. Οὔρλιαξε "μή!!" ὅμως δέν το ἔννοοῦσε. Τῆς ἄρεσε αὐτὸ ποὺ γινόταν, κάτι ποὺ ζωγραφιζόταν στὸ ἐκφραστικότατο πρόσωπό της. Χωρὶς νὰ τῆς βγάλω τὸ λουλουδωτὸ φόρεμα καὶ χωρὶς νὰ γδυθῶ οὔτε ἐγώ, τὴν κάρφωσα καὶ ἄρχισα νὰ τῆς πριονίζω τὸν κόλπο μὲ σιδερένια θέλησι. Ἡ Ταρχὴλ ξεφυσοῦσε ἀπὸ ἡδονὴ καὶ μὲ κύτταζε μὲ αὐτὸ τὸ γνωστὸ ἀδύναμο, συνεσταλμένο καὶ μποὲμ σημιτικὸ βλέμμα. Τὸ σεμνὸ πρόσωπό της, μὲ τὰ νεγροειδῆ σγουρὰ της μαλλιὰ καὶ τὰ ἐλαφρῶς παχυά της χείλια, εἶχε ὑπνωτισθῇ ἀπ' τὀ δικό μου. Τὰ μάτια μας εἶχαν "κλειδώσει". Ξαφνικὰ τὴν ἔνοιωσα νὰ συσπᾷται καὶ νὰ σπαρταράῃ ἀπὸ ἡδονή. Τὰ βογγητά της κλιμακώνονταν. Μὲ μία ἀπότομη κίνησι, τράβηξα τὸ night slasher μου πίσῳ ἀπὸ τὴ ζώνη μου καὶ τῆς τὸ κάρφωσα μὲ λύσσα μέσα στὴν κοιλιά της, ἀφίνοντας τὸ μῖσος μου ἐναντίον τῆς σημιτικῆς φυλῆς νὰ ἐκτονωθῇ ἐλεύθερο. Οὔρλιαξα ἀπὸ μῖσος. Ἡ Ταρχὴλ γούρλωσε τὰ μάτια της καὶ ἔβηξε αἷμα ἐπάνῳ στὸ πρόσωπό μου. Δέν πρόλαβε οὔτε κἂν νὰ οὐρλιάξῃ. Συνέχισα νὰ κοπανιέμαι μέσα στὸ αἰδοῖο της καὶ ταὐτόχρονα νὰ στρίβω τὸ night slasher μέσα στὰ ἄντερά της, ὅλα αὐτὰ μὲ δαιμονισμένη ταχύτητα. Πάνῳ ποὺ ἦρθε σὲ ὀργασμό, ἄρχισε νὰ ξεψυχάῃ. Κυττάζοντας μὲ τὰ λυσσασμένα πράσινα ναζιστικά μου μάτια μέσα στὰ ἄθυμα σημιτικὰ δικά της, τῆς ψιθύρισα μὲ μῖσος, φτύνοντας σάλια στὸ πρόσωπό της: "Ἡ λεπρὴ ἑβραϊκή σας φάρα θὰ ἐξαλειφθῇ ἀπὸ τὸν κόσμο, γουρούνι. Θὰ σᾶς ἐξολοθρεύσουμε."
Πρὸς ἔκπληξί μου, ἡ Ταρχήλ ξεψυχοῦσε μὲ μία ἔκφρασι γαλήνης καὶ ἱκανοποιήσεως στὸ πρόσωπό της. Καθὼς ἐξέπνεε, πρόλαβε νὰ μοῦ ψιθυρίσῃ πολὺ ἀδύναμα τὰ ἑξῆς λόγια: "σέ... εὐ... εὐχαριστῶ ἀγόρι μου ποὺ μὲ ἔκανες νὰ τὸ ζήσω αὐτό, ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μου..."