Σουρούπωνε γιὰ τὰ καλὰ καὶ ὁ
Καλλίας περπατοῦσε ἀνήσυχος στὰ
σκοτεινὰ σοκάκια τῶν Αθηνῶν κατευθυνόμενος πρὸς τὴν οἰκία του
στὸν Κολωνό. Στὸ μυαλό
του ἀντηχοῦσαν οἱ ἀνατρεπτικὲς διδαχὲς τοῦ Ἐπικουρείου
φυσικοῦ φιλοσόφου Δίωνος, τὶς ὁποῖες γιὰ πρώτη φορὰ ἔτυχε νὰ ἀκροασθῇ πρὶν λίγες ὧρες, στὸν κατάμεστο ἀπὸ φιλομαθεῖς
νεανίες Κῆπο. Ἀπὸ τὰ ἐφηβικά
του χρόνια, ὁ
Καλλίας εἶχε ἔρθῃ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς πλατωνικὲς
θεωρίες μέσῳ τοῦ φημισμένου δασκάλου του, Λεάρχου, καί, ὅταν ἐνηλικιώθηκε,
ἐγράφη στὴν
Ακαδημία γιὰ νὰ εντρυφήσῃ τόσο
στὴν φιλοσοφία ὅσο καὶ στὸ μεγάλο
πάθος του, τὴν ἀστρονομία. Εἶχε
μόλις ὁλοκληρώσει τὸ
τέταρτο ἔτος σπουδῶν καὶ οἱ
καθηγητές του ἦσαν
τόσο ἱκανοποιημένοι ἀπὸ τὶς ἐπιδόσεις του, ποὺ ἐσκέπτοντο σοβαρῶς νὰ τοῦ ἀναθέσουν διδακτικὰ
καθήκοντα στὶς
προκαταρκτικὲς
τάξεις τῶν ἀρχαρίων.
Τίποτε, ὅμως, ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶχε πλέον σημασία γιὰ τὸν ξανθομάλλη Καλλία. Ἡ φυσιοκεντρική, ὑλιστικὴ διδασκαλία τοῦ βαθυγνώμου Δίωνος εἶχε συνταράξει ὅλο του τὸ εἶναι καὶ μία ἐκρηκτικὴ κοσμοθεωρητικὴ ἐπανάστασι συνετελεῖτο στὸν συθέμελα κλυδωνιζόμενο νοῦ του. Τὸ ταραγμένο βλέμμα του εστράφη, αἴφνης, πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἀντίκρισε τὴν ὁλόγιομη Σελήνη νὰ ἡγεμονεύῃ στίλβουσα ἐπὶ τῆς χορείας τῶν ἄστρων· «γαμημένα βράχια», μουρμούρισε νευρικά, «γαμημένα κωλόβραχα». Ἀπὸ μικρὸ παιδί, οἱ πάντες τοῦ ἔλεγαν ὅτι τὰ οὐράνια σώματα εἶναι θεοὶ ποὺ χρῄζουν τιμῶν καὶ λατρευτικῶν προσφορῶν. Τὰ δὲ πλατωνικὰ δόγματα εἶχαν παγιώσει αὐτήν του τὴν πεποίθησι μὲ περίτεχνους φιλοσοφικοὺς συλλογισμούς. Ὡστόσο, τώρα μποροῦσε νὰ δῇ καθαρὰ τὴν ἀλήθεια: τίποτε θεῖο δὲν ὑπάρχει στὰ ἄστρα· εἶναι ἄψυχα ὑλικὰ σώματα, ἄψυχα πέτρινα κουφάρια. Αὐτὴ ἡ ανατρεπτικὴ συνειδητοποίησι εἶχε κλονίσει σφόδρα τὸν φιλομαθῆ καὶ εὐειδῆ νεανία. Τὰ γαλανά, ἄρια μάτια του εἶχαν κοκκινήσει ἀπὸ μῖσος καὶ θυμὸ γιὰ τὴν πλάνη στὴν ὁποία τὸν εἶχαν ὁδηγήσει οἱ θεοσεβεῖς γονεῖς του, ἡ παραδοσιακὴ θρῃσκεία καὶ οἱ κατὰ καιροὺς δάσκαλοι καὶ μέντορές του.
Ἡ βραδιὰ ἦτο γλυκυτάτη καὶ ζεστή. Ὁ Καλλίας, διασχίζοντας ἕνα ἀπὸ τὰ γεφύρια τοῦ Ἡριδανοῦ, ἐστάθη γιὰ λίγο στὰ περικαλλὴ κιγκλιδώματα καὶ ἄφησε τὸ βλέμμα του νὰ χαθῇ στὸν ξάστερο Ἀττικὸ ὁρίζοντα. Ἕνα ψυχρὸ ἀεράκι δρόσισε ἀναπάντεχα τὸ ἀνέκφραστο πρόσωπό του καὶ τοῦ θύμισε τοὺς ἀνοιξιάτικους περιπάτους του μὲ τὴν ὄμορφη αὐλήτριδα Μελίτη. Θυμήθηκε πάλι τὰ λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου της, ἰδίως τὴν ὁλόισια ἀνασηκωμένη μύτη της, τὸ κατάλευκο, νεραϊδίσιο δέρμα καὶ τὰ ὁλόστητα, νεανικὰ στήθη της. «Γαμιόλα Ἥρα», μούγκρισε μετανοιωμένα, καὶ ἡ βλάσφημη κραυγή του ἐδόνησε βίαια τὸν περιβάλλοντα χῶρο. Ἡ Μελίτη, δεκαεννιάχρονη παρθένα τότε, ἤθελε νὰ τὸν παντρευτῇ ἀπεγνωσμένα, καθότι ὁ Καλλίας ἦτο -καὶ παραμένει- ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον περιζήτητους ἄνδρες τοῦ κλεινοῦ ἄστεος. Μὲ ὕψος 1.90, γεμάτος καλογυμνασμένους μῦς καὶ ὑπερβόρεια φυσιογνωμία ἔκανε ὅλα τα κοριτσόπουλα σὲ ἡλικία γάμου νὰ ἐρυθριοῦν ἀπὸ ἐρωτικὴ λαγνεία, σάν τὸν ἀντίκριζαν. Οἱ οἰκογένειές τους συνεδέοντο μὲ φιλικοὺς δεσμοὺς καὶ οἱ γονεῖς τῶν δύο νέων εἶχαν ἀποπειραθῇ νὰ τοὺς ἑνώσουν μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ γάμου, ὅμως ὁ Καλλίας, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν πλατωνικὴ περιφρόνησι τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ φιλοσόφου Ἑρμίππου, πάγωσε τὸ ἐπιχειρηθὲν προξενιὸ καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἀφοσιωθῇ ὁλοκληρωτικὰ στὴν φιλοσοφία, ὅπως εἶχε πράξει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων. Κατόπιν τούτου, ἡ Μελίτη παντρεύτηκε, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιθυμῇ, ἕναν ἐπιτυχημένο ἔμπορο μεσήλικα σημιτοφοίνικα μεγαλοπλοιοκτήτη, κοντόχοντρο μὲ σκοῦρα χαρακτηριστικά, γαμψὴ μύτη καὶ τεράστια κοιλιά, ποὺ τῆς επέβαλε ὁ πατέρας της.
Οἱ σκέψεις αὐτὲς ἐνέτειναν τὴν νευρικότητα τοῦ Καλλία, μέχρι ποὺ διεκόπησαν ἄγαρμπα ἀπὸ τὰ ἀφώρητα γαυγίσματα ἑνὸς προκλητικοῦ, βραχύσωμου, μαύρου σκυλιοῦ, τὸ ὁποῖο μὲ θράσος χοροπηδοῦσε ἀνάμεσα στὰ πόδια του. Ὁ Καλλίας κύτταξε γιὰ λίγο βαθιὰ στὰ μάτια τὸ ἀνόητο τετράποδο καὶ μὲ μία ἐμπαθῆ, γεμάτη κλωτσιὰ τὸ ἐξεσφενδόνισε θεαματικὰ πάνω ἀπὸ τὰ ξύλινα κολωνάκια τῆς γέφυρας. Τὸ μακρόσυρτο κλᾶμα τοῦ ἱπταμένου κόπρου διεδέχθη ἕνας ἰσχυρὸς πλαταγισμὸς στὰ γάργαρα νερὰ τοῦ ποταμοῦ, καὶ μετὰ κατανυκτικὴ σιωπή. Καθὼς ὁ χρυσοκόμης νεανίας παρατηροῦσε μὲ ἀνένοχη χαιρεκακία τὸ ἄψυχο καὶ ἀτσούμπαλο κουφάρι νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὸ ὁρμητικὸ ῥεῦμα τοῦ Ἡριδανοῦ, ἐστοχάσθη σκωπτικά: «ἡ ἰδέα τοῦ σκύλου... κανένας σοφὸς δημιουργὸς δὲν θὰ παρήγαγε ποτὲ μία τόσο ἐνοχλητικὴ ἰδέα». Ὕστερα, μονολόγησε μὲ ἀποφασιστικότητα ἐν εἴδει ἐπαναστατικῆς συνειδησιακῆς διακηρύξεως: «Δὲν ὑπάρχει δημιουργός, δὲν ὑπάρχουν ἰδέες, δὲν ὑπάρχει πνεῦμα παρὰ μόνον ὕλη. Τὰ σκυλιὰ εἶναι ἀπλῶς ἕνα λάθος τῆς φύσεως, ἕνας ἀτυχὴς συνδυασμὸς ἀτόμων, μία βιολογικὴ διαμαρτία».
Ἕνα σαρδόνιο χαμόγελο ἱκανοποιήσεως ἐζωγραφίσθη ἀνακλαστικὰ στὰ χείλη τοῦ νεαροῦ στοχαστοῦ, ὡσὰν νὰ εἶχε γευθῇ ἀμβροσία ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἰδίων τῶν Μουσῶν, καὶ συνέχισε τὴν πορεία του πρὸς τὸ πατρικό του σπίτι μὲ ζωηρὸ βηματισμό -πλησίαζαν μεσάνυχτα- καὶ ξαλαφρωμένη καρδιά. Σφυρίζοντας μὲ ἀνανεωμένη διάθεσι, συνελογίζετο τὶς ἑπόμενες ενέργειές του: ἄμεση παραίτησι ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία, ἐγγραφὴ στὴν σχολὴ τῶν Ἐπικουρείων καὶ διεκδίκησι μὲ κάθε μέσο τῆς ὄμορφης Μελίτης. Ἐνῷ διέσχιζε μία ἀπὸ τὶς πιὸ κακόφημες συνοικίες τῆς πόλεως, γνωστῆς γιὰ τοὺς πολυσύχναστους οἴκους ἀνοχῆς καὶ τὰ διάφορα χαμαιτυπεία της, ἄκουσε μία γνωριμοτάτη στὰ αὐτιά του φωνή. Ναί, δὲν ἔσφαλλε ἡ ἀντιληψί του· ἐπρόκειτο γιὰ τὸν καθηγητή του Ἕρμιππο, ὁ ὁποῖος συνωμιλοῦσε διαχυτικῶς μὲ ἕνα γνωστὸ γιὰ τὸν ἀκόλαστο καὶ ἔκλυτο χαρακτῆρα του ἔφηβο, συνδημότη τοῦ Καλλία. Τότε, εἶδε ἔκπληκτος, μὲ τὰ ἀστραφτερὰ γαλανὰ μάτια του, τὸν σεβάσμιο γερο-φιλόσοφο νὰ θωπεύῃ μὲ ἀπερίγραπτη χυδαιότητα τὸ μόριο τοῦ νεαροῦ ἔξω ἀπὸ τὸν χιτῶνα του καὶ νὰ τὸν φιλᾷ περιπαθῶς στὸ στόμα, μέσα στὸ σκοτάδι.
Μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Καλλία ἐξετυλίσσετο τὸ πλέον βδελυρὸ καὶ ἀποκρουστικὸ θέαμα: ἕνας διακεκριμένος, πρεσβύτης φιλόσοφος, ὁ ὁποῖος ἔχαιρε τοῦ σεβασμοῦ ὅλων τῶν μαθητῶν του στὴν Ἀκαδημία, δὲν ἦτο τελικῶς παρὰ ἕνα διεστραμμένο καὶ ἔκφυλο ἀπόβρασμα, ἕνας "πουστόγερας", ὅπως συνήθιζε νὰ ἀποκαλῇ ὁ ἀπλὸς ἀθηναϊκὸς λαὸς τὰ ἀναλόγου εἴδους καθάρματα. Ἀφοῦ ἐσάστισε γιὰ κάποιες στιγμές, μὲ μία ἀστραπιαία, αἰλουροπρεπῆ κίνησι, κρύφτηκε ἐπιδέξια πίσω ἀπὸ ἕνα παραπλήσιο, ὀγκώδη πλάτανο καὶ μὲ λοξές, προσεκτικὲς ματιὲς ἐπώπτευε σοκαρισμένος τὸν θεοστυγῆ αὐτὸν συγχρωτισμό. Ὁ Καλλίας ἀδυνατοῦσε νὰ χωνέψῃ τὴν ὑποκρισία καὶ παλιανθρωπιὰ τοῦ ἀπαραμίλλως βρωμεροῦ Ἑρμίππου. Αὐτὸ τὸ τρισάθλιο, γέρικο ὑποκείμενο εἶχε τὸ θράσος καὶ τὴν ἀήθεια νὰ ἀποτρέψῃ διὰ τῶν φιλοσοφικῶν του παραινέσεων τὸν Καλλία ἀπὸ τὴν τέλεσι ἑνὸς εὐοίωνου γάμου μὲ τὴν ὄμορφη καὶ σεμνὴ Μελίτη, μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι οἱ σαρκικὲς ἀπολαύσεις τοῦ ἐγγάμου βίου εἶναι ἀσυμβίβαστες πρὸς τὴν ὑπερβατικὴ ἐνατένισι τοῦ βασιλείου τῶν ἰδεῶν. Ὁ ὑπὸ τὸ φῷς τῆς ἡμέρας φλογερὸς κῆρυξ τῆς φιλοσοφικῆς ἀγαμίας μετεμορφοῦτο τὶς νύχτες σὲ ἕνα βδελυρό, παιδεραστικὸ ἑρπετό, ποὺ ἄπλωνε λαίμαργα τὰ σιχαμερὰ χέρια του σὲ εὔμορφα, θηλυπρεπῆ ἀγόρια.
Ὁ Καλλίας ἔνοιωθε τὸ αἷμα του νὰ ἀνεβαίνῃ ὁρμητικὰ στὸ κεφάλι καὶ νὰ σφυροκοπᾷ ἀνηλεῶς τὰ μηνίγγια του. Τὸ αἴσθημα τῆς προδοσίας καὶ τοῦ ἐμπαιγμοῦ ἔκανε τὰ σωθικά του νὰ βράζουν ἀπὸ ἀτόφια λύσσα γιὰ ἐκδίκησι. «Αὐτὸ τὸ διπρόσωπο σκουλῆκι πρέπει νὰ πληρώσῃ σκληρὰ γιὰ τὰ ἀνοσιουργήματά του», ἐσκέφθη ανενδοίαστα ὁ νεαρὸς φιλόσοφος. Εὐθύς, ξανακύτταξε πρὸς τὴν μεριὰ τοῦ ἐπαισχύντου ζεύγους. Ὁ γεροκίναιδος ἀπεχαιρετοῦσε μὲ θέρμη τὸν ἔφηβο ἐραστή του καὶ ὕστερα πῆρε τὸν δρόμο πρὸς τὸν Χολαργό. Τότε, ὁ Καλλίας, ἀφοῦ ἐσάρωσε ταχύτατα μὲ τὸ βλέμμα του τὸν περίγυρο καὶ διεπίστωσε ὅτι οἱ δρόμοι ἦσαν ἄδειοι, τράβηξε αὐθόρμητα, καὶ χωρὶς νὰ τὸ πολυσκεφθῇ, τὸ ξιφίδιο ἀπὸ τὴν θήκη τῆς ζώνης του καὶ ἠκολούθησε ἥσυχα ἀπὸ ἀσφαλῆ ἀπόστασι τὸν ἀνυποψίαστο Ἕρμιππο. Μόλις εὑρέθη ἔξω ἀπὸ τὴν κατοικημένη περιοχή, ὁ Καλλίας ἐπετάχυνε ἀποφασιστικὰ τὸ βῆμα του καί, ἀφοῦ προσήγγισε ἀνεπαίσθητα τὸ θήραμά του, ἔφραξε μαεστρικὰ μὲ τὸ ἕνα χέρι τὸ στόμα τοῦ γέροντος καὶ κάρφωσε μὲ μίσος τὴν παγωμένη λάμα στὰ πλευρά του, στρέφοντάς την βιαστικὰ μέσα στὸ κορμί του, γιὰ νὰ τὸν ἀποτελειώσῃ. Ἀμέσως, ὁ Ἕρμιππος ἐσωριάσθη στὸ χῶμα σφαδάζοντας ἐν μέσῳ ὑποκώφων γογγυσμῶν. Ὁ χειροδύναμος νέος, μὲ ἀγαστὴ ψυχραιμία, τὸν ἔσυρε ὡς τὶς καλαμιὲς καὶ τὸν ἅρπαξε ἐξευτελιστικὰ ἀπὸ τὸ περιλαίμιο τοῦ χιτῶνος, λέγοντάς του μὲ σαδιστικὴ εὐχαρίστησι «χαιρετίσματα στὸν Κέρβερο, πούστη». Ἐκείνη τὴν ὑστάτη στιγμή, ὁ Ἕρμιππος ἀνεγνώρισε μέσα στὸ σκοτάδι τὴν φυσιογνωμία τοῦ μαθητοῦ του καὶ μὲ μάτια γεμάτα πόνο καὶ ἀπορία ἀπεπειράθη νὰ ψελλίσῃ ἕνα παραπονεμένο "γιατί;", ὅμως ὁ Καλλίας, ἀφοῦ ἐφιλοδώρησε τὸ κατατρομαγμένο πρόσωπο τοῦ δασκάλου του μὲ ἕνα πηχτό, φλεγματῶδες πτύελο -σὰ νὰ τὸ ᾽χε τραβήξει μέσα ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ὀργίλης ψυχῆς του-, ἔκοψε μανιασμένα τὸν λαιμό του, καὶ ἐλούσθη μὲ ζῳώδη χαρὰ στὸν ὁλοπόρφυρο πίδακα αἵματος, ποὺ ἐξετινάχθη μὲ πίεσι στὸ πρόσωπό του.
«Τώρα καταλαβαίνω τὶ εἶχε στὸν νοῦ του ὁ Πλάτων, ὅταν ὡμιλοῦσε περὶ φιλοσόφων-πολεμιστῶν» συνελογίσθη αὐτάρεσκα ὁ δόκιμος μαχαιροβγάλτης, μεθυσμένος ἀπὸ τὴν πρωτόγνωρη εὐχαρίστησι ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ στυγνὴ σφαγὴ τοῦ διεφθαρμένου ἀκαδημαϊκοῦ φιλοσόφου. Ἧταν, ὅμως, ὥρα πλέον νὰ ἐξαφανισθῇ. Ἔβγαλε βιαστικὰ τὸ καταματωμένο του ἱμάτιο καὶ τὸ πέταξε μέσα στὸν πυκνὸ καλαμῶνα. Τότε, μία στεντόρεια βαρβαρικὴ ἰαχὴ ἔσχισε ἀπρόσμενα τὸν ἀέρα. Ἥτο τὸ σκυθικὸ παράγγελμα γιὰ τὸν "συναγερμό", καὶ ὁ Καλλίας, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε ἀρκετὲς λέξεις ἀπὸ τὸν Σκύθη παπποῦ του, κατάλαβε ὅτι εἶχε κινήσει ὑποψίες σὲ μία διερχόμενη ἀστυνομικὴ περίπολο. Ἔστρεψε ἀκαριαῖα τὸ βλέμμα του πρὸς τὸ βουνὸ καὶ ἄρχισε νὰ τρέχῃ μὲ ὅλη τὴν δύναμι τῆς ψυχῆς του μέσα στὸ σκοτάδι, ἐνῷ ἡ καρδιά του χτυποῦσε σὰ τύμπανο ἀπὸ τὴν ὑπερπροσπάθεια καὶ τὸ ἄγχος τῆς διαφυγῆς. Ἀπὸ μικρός, ἦτο ἐκρηκτικότατος δρομεύς. Οἱ πιθανότητες νὰ γλιτώσῃ δὲν ἦσαν καὶ λίγες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου