Κυριακή 12 Μαΐου 2013

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ (Ἀττικὸν διήγημα)



Σουρούπωνε γι τ καλ κα Καλλίας περπατοσε νήσυχος στ σκοτειν σοκάκια τν Αθηνν κατευθυνόμενος πρς τν οκία του στν Κολωνό. Στ μυαλό του ντηχοσαν ο νατρεπτικς διδαχς το πικουρείου φυσικο φιλοσόφου Δίωνος, τς ποες γι πρώτη φορ τυχε ν κροασθ πρν λίγες ρες, στν κατάμεστο π φιλομαθες νεανίες Κπο. π τ φηβικά του χρόνια, Καλλίας εχε ρθ σ παφ μ τς πλατωνικς θεωρίες μέσ το φημισμένου δασκάλου του, Λεάρχου, καί, ταν νηλικιώθηκε, γράφη στν Ακαδημία γι ν εντρυφήσ τόσο στν φιλοσοφία σο κα στ μεγάλο πάθος του, τν στρονομία. Εχε μόλις λοκληρώσει τ τέταρτο τος σπουδν κα ο καθηγητές του σαν τόσο κανοποιημένοι π τς πιδόσεις του, πο σκέπτοντο σοβαρς ν το ναθέσουν διδακτικ καθήκοντα στς προκαταρκτικς τάξεις τν ρχαρίων.

Τίποτε,
μως, π ατ δν εχε πλέον σημασία γι τν ξανθομάλλη Καλλία. φυσιοκεντρική, λιστικ διδασκαλία το βαθυγνώμου Δίωνος εχε συνταράξει λο του τ εναι κα μία κρηκτικ κοσμοθεωρητικ πανάστασι συνετελετο στν συθέμελα κλυδωνιζόμενο νο του. Τ ταραγμένο βλέμμα του εστράφη, αφνης, πρς τν οραν κα ντίκρισε τν λόγιομη Σελήνη ν γεμονεύ στίλβουσα π τς χορείας τν στρων· «γαμημένα βράχια», μουρμούρισε νευρικά, «γαμημένα κωλόβραχα». π μικρ παιδί, ο πάντες το λεγαν τι τ οράνια σώματα εναι θεο πο χρῄζουν τιμν κα λατρευτικν προσφορν. Τ δ πλατωνικ δόγματα εχαν παγιώσει ατήν του τν πεποίθησι μ περίτεχνους φιλοσοφικος συλλογισμούς. στόσο, τώρα μποροσε ν δ καθαρ τν λήθεια: τίποτε θεο δν πάρχει στ στρα· εναι ψυχα λικ σώματα, ψυχα πέτρινα κουφάρια. Ατ ανατρεπτικ συνειδητοποίησι εχε κλονίσει σφόδρα τν φιλομαθ κα εειδ νεανία. Τ γαλανά, ρια μάτια του εχαν κοκκινήσει π μσος κα θυμ γι τν πλάνη στν ποία τν εχαν δηγήσει ο θεοσεβες γονες του, παραδοσιακ θρῃσκεία κα ο κατ καιρος δάσκαλοι κα μέντορές του.

βραδι το γλυκυτάτη κα ζεστή. Καλλίας, διασχίζοντας να π τ γεφύρια το ριδανο, στάθη γι λίγο στ περικαλλ κιγκλιδώματα κα φησε τ βλέμμα του ν χαθ στν ξάστερο ττικ ρίζοντα. να ψυχρ εράκι δρόσισε ναπάντεχα τ νέκφραστο πρόσωπό του κα το θύμισε τος νοιξιάτικους περιπάτους του μ τν μορφη αλήτριδα Μελίτη. Θυμήθηκε πάλι τ λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικ το προσώπου της, δίως τν λόισια νασηκωμένη μύτη της, τ κατάλευκο, νεραϊδίσιο δέρμα κα τ λόστητα, νεανικ στήθη της. «Γαμιόλα ρα», μούγκρισε μετανοιωμένα, κα βλάσφημη κραυγή του δόνησε βίαια τν περιβάλλοντα χρο. Μελίτη, δεκαεννιάχρονη παρθένα τότε, θελε ν τν παντρευτ πεγνωσμένα, καθότι Καλλίας το -κα παραμένει- νας π τος πλέον περιζήτητους νδρες το κλεινο στεος. Μ ψος 1.90, γεμάτος καλογυμνασμένους μς κα περβόρεια φυσιογνωμία κανε λα τα κοριτσόπουλα σ λικία γάμου ν ρυθριον π ρωτικ λαγνεία, σάν τν ντίκριζαν. Ο οκογένειές τους συνεδέοντο μ φιλικος δεσμος κα ο γονες τν δύο νέων εχαν ποπειραθ ν τος νώσουν μ τ δεσμ το γάμου, μως Καλλίας, πηρεασμένος π τν πλατωνικ περιφρόνησι τν σαρκικν δονν κα τς συμβουλς το καδημαϊκο φιλοσόφου ρμίππου, πάγωσε τ πιχειρηθν προξενι κα πεφάσισε ν φοσιωθ λοκληρωτικ στν φιλοσοφία, πως εχε πράξει κα διος Πλάτων. Κατόπιν τούτου, Μελίτη παντρεύτηκε, χωρς ν τ πιθυμ, ναν πιτυχημένο ἔμπορο μεσήλικα σημιτοφοίνικα μεγαλοπλοιοκτήτη, κοντόχοντρο μὲ σκοῦρα χαρακτηριστικά, γαμψὴ μύτη καὶ τεράστια κοιλιά, πο τς επέβαλε πατέρας της.

Ο
σκέψεις ατς νέτειναν τν νευρικότητα το Καλλία, μέχρι πο διεκόπησαν γαρμπα π τ φώρητα γαυγίσματα νς προκλητικο, βραχύσωμου, μαύρου σκυλιο, τ ποο μ θράσος χοροπηδοσε νάμεσα στ πόδια του. Καλλίας κύτταξε γι λίγο βαθι στ μάτια τ νόητο τετράποδο κα μ μία μπαθ, γεμάτη κλωτσι τ ξεσφενδόνισε θεαματικ πάνω π τ ξύλινα κολωνάκια τς γέφυρας. Τ μακρόσυρτο κλᾶμα το πταμένου κόπρου διεδέχθη νας σχυρς πλαταγισμς στ γάργαρα νερ το ποταμο, κα μετ κατανυκτικ σιωπή. Καθς χρυσοκόμης νεανίας παρατηροσε μ νένοχη χαιρεκακία τ ψυχο κα τσούμπαλο κουφάρι ν παρασύρεται π τ ρμητικ ῥεμα το ριδανο, στοχάσθη σκωπτικά: « δέα το σκύλου... κανένας σοφς δημιουργς δν θ παρήγαγε ποτ μία τόσο νοχλητικ δέα». στερα, μονολόγησε μ ποφασιστικότητα ν εδει παναστατικς συνειδησιακς διακηρύξεως: «Δν πάρχει δημιουργός, δν πάρχουν δέες, δν πάρχει πνεμα παρ μόνον λη. Τ σκυλι εναι πλς να λάθος τς φύσεως, νας τυχς συνδυασμς τόμων, μία βιολογικ διαμαρτία».

να σαρδόνιο χαμόγελο κανοποιήσεως ζωγραφίσθη νακλαστικ στ χείλη το νεαρο στοχαστο, σν ν εχε γευθ μβροσία π τ χέρια τν δίων τν Μουσν, κα συνέχισε τν πορεία του πρς τ πατρικό του σπίτι μ ζωηρ βηματισμό -πλησίαζαν μεσάνυχτα- κα ξαλαφρωμένη καρδιά. Σφυρίζοντας μ νανεωμένη διάθεσι, συνελογίζετο τς πόμενες ενέργειές του: μεση παραίτησι π τν καδημία, γγραφ στν σχολ τν πικουρείων κα διεκδίκησι μ κάθε μέσο τς μορφης Μελίτης. ν διέσχιζε μία π τς πι κακόφημες συνοικίες τς πόλεως, γνωστς γι τος πολυσύχναστους οκους νοχς κα τ διάφορα χαμαιτυπεία της, κουσε μία γνωριμοτάτη στ ατιά του φωνή. Ναί, δν σφαλλε ντιληψί του· πρόκειτο γι τν καθηγητή του ρμιππο, ποος συνωμιλοσε διαχυτικς μ να γνωστ γι τν κόλαστο κα κλυτο χαρακτρα του φηβο, συνδημότη το Καλλία. Τότε, εδε κπληκτος, μ τ στραφτερ γαλαν μάτια του, τν σεβάσμιο γερο-φιλόσοφο ν θωπεύ μ περίγραπτη χυδαιότητα τ μόριο το νεαρο ξω π τν χιτνα του κα ν τν φιλ περιπαθς στ στόμα, μέσα στ σκοτάδι.

Μπροστ
στ μάτια το Καλλία ξετυλίσσετο τ πλέον βδελυρ κα ποκρουστικ θέαμα: νας διακεκριμένος, πρεσβύτης φιλόσοφος, ποος χαιρε το σεβασμο λων τν μαθητν του στν καδημία, δν το τελικς παρ να διεστραμμένο κα κφυλο πόβρασμα, νας "πουστόγερας", πως συνήθιζε ν ποκαλ πλς θηναϊκς λας τ ναλόγου εδους καθάρματα. φο σάστισε γι κάποιες στιγμές, μ μία στραπιαία, αλουροπρεπ κίνησι, κρύφτηκε πιδέξια πίσω π να παραπλήσιο, γκώδη πλάτανο κα μ λοξές, προσεκτικς ματις πώπτευε σοκαρισμένος τν θεοστυγ ατν συγχρωτισμό. Καλλίας δυνατοσε ν χωνέψ τν ποκρισία κα παλιανθρωπι το παραμίλλως βρωμερο ρμίππου. Ατ τ τρισάθλιο, γέρικο ποκείμενο εχε τ θράσος κα τν ήθεια ν ποτρέψ δι τν φιλοσοφικν του παραινέσεων τν Καλλία π τν τέλεσι νς εοίωνου γάμου μ τν μορφη κα σεμν Μελίτη, μ τ σκεπτικ τι ο σαρκικς πολαύσεις το γγάμου βίου εναι συμβίβαστες πρς τν περβατικ νατένισι το βασιλείου τν δεν. π τ φς τς μέρας φλογερς κῆρυξ τς φιλοσοφικς γαμίας μετεμορφοτο τς νύχτες σ να βδελυρό, παιδεραστικ ρπετό, πο πλωνε λαίμαργα τ σιχαμερ χέρια του σ εμορφα, θηλυπρεπ ἀγόρια.

Καλλίας νοιωθε τ αμα του ν νεβαίν ρμητικ στ κεφάλι κα ν σφυροκοπ νηλες τ μηνίγγια του. Τ ασθημα τς προδοσίας κα το μπαιγμο κανε τ σωθικά του ν βράζουν π τόφια λύσσα γι κδίκησι. «Ατ τ διπρόσωπο σκουλκι πρέπει ν πληρώσ σκληρ γι τ νοσιουργήματά του», σκέφθη ανενδοίαστα νεαρς φιλόσοφος. Εθύς, ξανακύτταξε πρς τν μερι το παισχύντου ζεύγους. γεροκίναιδος πεχαιρετοσε μ θέρμη τν φηβο ραστή του κα στερα πρε τν δρόμο πρς τν Χολαργό. Τότε, Καλλίας, φο σάρωσε ταχύτατα μ τ βλέμμα του τν περίγυρο κα διεπίστωσε τι ο δρόμοι σαν δειοι, τράβηξε αθόρμητα, κα χωρς ν τ πολυσκεφθ, τ ξιφίδιο π τν θήκη τς ζώνης του κα κολούθησε συχα π σφαλ πόστασι τν νυποψίαστο ρμιππο. Μόλις ερέθη ξω π τν κατοικημένη περιοχή, Καλλίας πετάχυνε ποφασιστικ τ βμα του καί, φο προσήγγισε νεπαίσθητα τ θήραμά του, φραξε μαεστρικ μ τ να χέρι τ στόμα το γέροντος κα κάρφωσε μ μίσος τν παγωμένη λάμα στ πλευρά του, στρέφοντάς την βιαστικ μέσα στ κορμί του, γι ν τν ποτελειώσ. μέσως, ρμιππος σωριάσθη στ χμα σφαδάζοντας ν μέσ ποκώφων γογγυσμν. χειροδύναμος νέος, μ γαστ ψυχραιμία, τν συρε ς τς καλαμις κα τν ρπαξε ξευτελιστικ π τ περιλαίμιο το χιτνος, λέγοντάς του μ σαδιστικ εχαρίστησι «χαιρετίσματα στν Κέρβερο, πούστη». κείνη τν στάτη στιγμή, ρμιππος νεγνώρισε μέσα στ σκοτάδι τν φυσιογνωμία το μαθητο του κα μ μάτια γεμάτα πόνο κα πορία πεπειράθη ν ψελλίσ να παραπονεμένο "γιατί;", μως Καλλίας, φο φιλοδώρησε τ κατατρομαγμένο πρόσωπο το δασκάλου του μ να πηχτό, φλεγματδες πτύελο -σ ν τ χε τραβήξει μέσα π τ κατάβαθα τς ργίλης ψυχς του-, κοψε μανιασμένα τν λαιμό του, κα λούσθη μ ζώδη χαρ στν λοπόρφυρο πίδακα αματος, πο ξετινάχθη μ πίεσι στ πρόσωπό του.

«Τώρα καταλαβαίνω τ
εχε στν νο του Πλάτων, ταν μιλοσε περ φιλοσόφων-πολεμιστν» συνελογίσθη ατάρεσκα δόκιμος μαχαιροβγάλτης, μεθυσμένος π τν πρωτόγνωρη εχαρίστησι πο το προσέφερε στυγν σφαγ το διεφθαρμένου καδημαϊκο φιλοσόφου. ταν, μως, ρα πλέον ν ξαφανισθ. βγαλε βιαστικ τ καταματωμένο του μάτιο κα τ πέταξε μέσα στν πυκν καλαμνα. Τότε, μία στεντόρεια βαρβαρικ αχ σχισε πρόσμενα τν έρα. το τ σκυθικ παράγγελμα γι τν "συναγερμό", κα Καλλίας, ποος γνώριζε ρκετς λέξεις π τν Σκύθη παπποῦ του, κατάλαβε τι εχε κινήσει ποψίες σ μία διερχόμενη στυνομικ περίπολο. στρεψε καριαα τ βλέμμα του πρς τ βουν κα ρχισε ν τρέχ μ λη τν δύναμι τς ψυχς του μέσα στ σκοτάδι, ν καρδιά του χτυποσε σ τύμπανο π τν περπροσπάθεια κα τ γχος τς διαφυγς. π μικρός, το κρηκτικότατος δρομεύς. Ο πιθανότητες ν γλιτώσ δν σαν κα λίγες...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου